διαθέσιμα

διαθέσιμα
Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σύνολο των υλικών αγαθών, των λειτουργιών και των παραγωγικών διαδικασιών που βρίσκονται στη διάθεση του ανθρώπου και του επιτρέπουν να καλύψει τις ανάγκες του. Από τον ίδιο τον ορισμό προκύπτουν δύο συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η έννοια των δ. έχει δυναμική σημασία, γιατί αναφέρεται σε παράγοντες που μεταβάλλονται συνεχώς στον χώρο και στον χρόνο. Δεύτερον, ότι τα δ. δεν καθορίζονται μόνο από το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή από τους φυσικούς πόρους, αλλά και από τους ανθρώπινους πόρους και από το υπάρχον πολιτιστικό πλαίσιο, γιατί η εκτίμηση της χρησιμότητας ενός υλικού αγαθού ή μιας παραγωγικής διαδικασίας εξαρτάται απόλυτα από τις ανάγκες και τις προτεραιότητες εκείνων που θα τα χρησιμοποιήσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που διευκολύνει την κατανόηση του όρου αποτελεί η αξιοποίηση των κοιτασμάτων λιθάνθρακα της Μεγάλης Βρετανίας. Τα κοιτάσματα αυτά σχηματίστηκαν πριν από περίπου 500.000.000 χρόνια και βρίσκονταν πάντα στη θέση που βρίσκονται και σήμερα, αλλά για πολλούς αιώνες δεν προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, γιατί δεν ήταν γνωστοί οι τρόποι αξιοποίησής τους. Μεγάλη αξία απέκτησαν μόνο από το 1750 και μετά, δηλαδή από την περίοδο που οι κοινωνικοί παράγοντες δημιούργησαν το τεχνολογικό και παραγωγικό πλαίσιο της Bιομηχανικής επανάστασης, μέσα στο οποίο ο άνθρακας απέκτησε μεγάλη σημασία. Αντίστροφα, ένα υλικό που σήμερα χαρακτηρίζεται ως δ. είναι πολύ πιθανό να μη χαρακτηρίζεται έτσι στο μέλλον. Ενδεικτικά, σήμερα ο χαλκός παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας και στην ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών, σταδιακά όμως αντικαθίσταται από νέα υλικά. Με βάση αυτή την εξέλιξη, προβλέπεται πως η αξία του χαλκού θα υποβαθμιστεί στο μέλλον. Τα δ. κάθε εποχής και περιοχής μπορούν να διακριθούν σε: φυσικά (πρώτες ύλες), ανθρώπινα (εργασία, δραστηριότητες) και πολιτιστικά (διαδικασίες, εκτιμήσεις, προτεραιότητες).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • διαθέσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να διατεθεί ή χρησιμοποιηθεί 2. (για στρατιωτικό ή πολιτικό υπάλληλο) αυτός που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα 3. αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη 4. (οικ.) (σε πληθ.) τα διαθέσιμα (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”